ἀνυπερβλήτου

ἀνυπερβλήτου
ἀνυπέρβλητος
not to be surpassed
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • неоукоризньнъ — (1*) пр. Безупречный: два бо пути сѹщема межи жизни и жить˫а сего: а҃мѹ бо страдномѹ и житииска(г), брака г҃лю, в҃и же англ(с)кыи и ап(с)лкыи. неѹкоризньно дв(с)тво, рекше мнишьска˫а жизнь. (ἀνυπερβλήτου!) ГА XIII–XIV, 148г. Ср. ѹкоризньныи …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Ρακτιβάν — Επώνυμο 2 Ελλήνων επιστημόνων και κοινωνικών παραγόντων. 1. Κωνσταντίνος (Μάντσεστερ, Μεγάλη Βρετανία 1865 – Αθήνα 1935). Έλληνας νομομαθής. Η οικογένειά του που καταγόταν από τη Βέροια και ζούσε στην Κωνσταντινούπολη· εγκαταστάθηκε στην Αθήνα το …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”